- ρευματισμός
- ο (чаще, πλ. ) мед. ревматизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ῥευματισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… … Dictionary of Greek
ρευματισμός — ο (ιατρ.), και συνήθ., στον πληθ., ρευματισμοί, οι αρρώστια των αρθρώσεων: Κάθε χρόνο κάνει ιαματικά λουτρά, γιατί υποφέρει από ρευματισμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥευματισμοῖς — ῥευματισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματισμοῖσιν — ῥευματισμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματισμοί — ῥευματισμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματισμοῦ — ῥευματισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματισμούς — ῥευματισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματισμῶν — ῥευματισμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματισμῷ — ῥευματισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥευματισμόν — ῥευματισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)